παλαβομάρα — η η συμπεριφορά, το φέρσιμο του παλαβού (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλαλομάρα — η 1. παραφροσύνη, παλαβομάρα 2. σάστισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλαλος + παραγ. κατάλ. –μάρα] … Dictionary of Greek
ζουρλαμάρα — η παραφροσύνη, τρέλα, παλαβομάρα, ανοησία. [ΕΤΥΜΟΛ. ζουρλός + κατάλ. (α)μάρα* (πρβλ. βουβ αμάρα, σαχλ αμάρα, τρελ αμάρα, χαζο μάρα). Ο τ. ζουρλαμάδα < ζουρλαμάρα με επίδραση τών παραγώγων σε άδα (ασκημ άδα, νοστιμ άδα, χλομ άδα κ.τ.ό.)] … Dictionary of Greek
κούρλα — η τρέλα, παλαβομάρα, παραφροσύνη … Dictionary of Greek
παλάβρα — η 1. κενός λόγος, λόγος χωρίς νόημα που λέγεται μόνο για να κάνει εντύπωση 2. (κατ επέκτ.) παλαβομάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπανοεβρ. palavra < λατ. parabola < παραβολή] … Dictionary of Greek
παλαβάδα — η [παλαβός] παλαβομάρα … Dictionary of Greek
παλαβωμάρα — η βλ. παλαβομάρα … Dictionary of Greek
πελελάδα — η [πελελός] βλακεία, τρέλα, παλαβομάρα … Dictionary of Greek
αφροσύνη — η απερισκεψία, παλαβομάρα: Ήταν αφροσύνη να διακόψεις τις σπουδές σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξωφρενισμός — ο εξωφρενική κατάσταση ή ενέργεια, παραφροσύνη, παλαβομάρα, τρέλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)