παλαβομάρα

παλαβομάρα
και δ. γρφ. παλαβωμάρα, η
1. διανοητική ανισορροπία, παραφροσύνη, τρέλα
2. συμπεριφορά, λόγος ή πράξη, τού παλαβού, ανθρώπου διανοητικά αρρώστου, ανοησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαβός / παλαβώνω + κατάλ. -μάρα (πρβλ. χαζο-μάρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παλαβομάρα — η η συμπεριφορά, το φέρσιμο του παλαβού (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλαλομάρα — η 1. παραφροσύνη, παλαβομάρα 2. σάστισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλαλος + παραγ. κατάλ. –μάρα] …   Dictionary of Greek

  • ζουρλαμάρα — η παραφροσύνη, τρέλα, παλαβομάρα, ανοησία. [ΕΤΥΜΟΛ. ζουρλός + κατάλ. (α)μάρα* (πρβλ. βουβ αμάρα, σαχλ αμάρα, τρελ αμάρα, χαζο μάρα). Ο τ. ζουρλαμάδα < ζουρλαμάρα με επίδραση τών παραγώγων σε άδα (ασκημ άδα, νοστιμ άδα, χλομ άδα κ.τ.ό.)] …   Dictionary of Greek

  • κούρλα — η τρέλα, παλαβομάρα, παραφροσύνη …   Dictionary of Greek

  • παλάβρα — η 1. κενός λόγος, λόγος χωρίς νόημα που λέγεται μόνο για να κάνει εντύπωση 2. (κατ επέκτ.) παλαβομάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπανοεβρ. palavra < λατ. parabola < παραβολή] …   Dictionary of Greek

  • παλαβάδα — η [παλαβός] παλαβομάρα …   Dictionary of Greek

  • παλαβωμάρα — η βλ. παλαβομάρα …   Dictionary of Greek

  • πελελάδα — η [πελελός] βλακεία, τρέλα, παλαβομάρα …   Dictionary of Greek

  • αφροσύνη — η απερισκεψία, παλαβομάρα: Ήταν αφροσύνη να διακόψεις τις σπουδές σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξωφρενισμός — ο εξωφρενική κατάσταση ή ενέργεια, παραφροσύνη, παλαβομάρα, τρέλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”